- ἐδαφιστήριον
- ἐδαφιστήριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εδαφιστήριο — το (AM ἐδαφιστήριον) βαρύ εργαλείο, κόπανος, με το οποίο ισοπεδώνουν και σκληραίνουν μαλακό ή φρεσκοσκαμμένο έδαφος … Dictionary of Greek